ὀλιγωρῆσαι

ὀλιγωρῆσαι
ὀλιγωρέω
esteem little
aor inf act

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κηπίον — κηπίον, τὸ (Α) [κήπος] 1. μικρός κήπος 2. μτφ. μικρός κήπος δίπλα σε σπίτι για να τό καλλωπίζει, προσάρτημα καλλωπιστικό τού σπιτιού («κηπίον ἢ ἐγκαλλώπισμα πλούτου πρὸς ταύτην νομίσαντας ὀλιγωρῆσαι», Θουκ.) 3. τρόπος κοψίματος και διακόσμησης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”